μονογράφηση

μονογράφηση
[-ις (-εως)] η подписывание инициалами (документа); визирование;
; парафирование;

η μονογράφηση τού συμφώνου ( — или της συνθήκης) — парафирование договора


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μονογράφηση" в других словарях:

  • μονογράφηση — η το να υπογράφει κανείς βάζοντας μόνο τα αρχικά του ονοματεπώνυμού του: Ο νόμος περιμένει μονογράφηση από τον υπουργό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονογράφηση — η 1. προσθήκη μονογραφής σε έγγραφο από έναν αρμόδιο για επικύρωσή του 2. προκαταρκτικό στάδιο συνομολόγησης μιας σύμβασης ή συνθήκης με την προσθήκη μονογραφής εκ μέρους τών συμβαλλομένων πριν από την επίσημη υπογραφή και κύρωσή της. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μονογράφημα — το μονογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»